- ισογραφία
- ἡ (Α ἰσογραφία) [ισόγραφος]αντιγραφή από πρωτότυπο έργοαρχ.ισόγραφον*, αντίγραφο τού πρωτοτύπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισόγραφος — η, ο και ισογράφος, ον (Α ἰσόγραφος, ον και ἰσογράφος, ον) αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον αντίγραφο, ισογραφία* 2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού… … Dictionary of Greek